βραχίον'

βραχίον'
βραχί̱ονα , βραχίων
arm
masc acc sg
βραχί̱ονι , βραχίων
arm
masc dat sg
βραχί̱ονε , βραχίων
arm
masc nom/voc/acc dual
βραχίονα , βραχύς
short
neut nom/voc/acc comp pl (ionic)
βραχίονα , βραχύς
short
masc/fem acc comp sg (ionic)
βραχί̱ονα , βραχύς
short
neut nom/voc/acc comp pl (attic)
βραχί̱ονα , βραχύς
short
masc/fem acc comp sg (attic)
βραχίονι , βραχύς
short
dat comp sg (ionic)
βραχί̱ονι , βραχύς
short
dat comp sg (attic)
βραχίονε , βραχύς
short
nom/voc/acc comp dual (ionic)
βραχί̱ονε , βραχύς
short
nom/voc/acc comp dual (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Брахиация — Гиббон, представитель брахиаторов Брахиация (от лат. brachium  плечо, что в свою очередь восходит к греч. βραχιον, brachion  рука …   Википедия

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμόνιος — ἡγεμόνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που άρχει, που οδηγεί 2. (επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές των νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών ( όνος) + κατάλ. ιος (πρβλ. βραχιόν ιος, δαιμόν ιος)] …   Dictionary of Greek

  • στηθιστήρ — ῆρος, ὁ, Α προστερνίδιο ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιστήρ (πρβλ. βραχιον ιστήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”